- σκαλμοδόκη
- η мор. планшир(ь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκαλμοδόκη — η, Ν ναυτ. ζώστρα γύρω από τους ιστούς ή τα ξάρτια η οποία φέρει σκαλμίσκους, κν. αρμαδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλμός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. οπλο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek